Οι ιστορίες μας

   Η δεύτερη δραστηριότητα ήταν η ανάρτηση ενός παραδοσιακού παραμυθιού ή μύθου της κάθε χώρας σε δύο γλώσσες: τη μητρική και την αγγλική. Τα παιδιά του σχολείου μας αποφάσισαν να αναρτήσουν ένα παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι. Διαβάσαμε μέσα στην τάξη 7 παραδοσιακά παραμύθια. Οι μαθητές μας διάλεξαν ένα από αυτά για να το παρουσιάσουν στους συνεργάτες τους. Το δακτυλογράφησαν στο Word και το ανάρτησαν στην πλατφόρμα Twinspace. Το παραμύθι στα αγγλικά μετέφρασε η εκπαιδευτικός. Το παραμύθι έχει τίτλο "Ο Σταχτοπούτης". Παρακάτω μπορείτε να δείτε την ιστορία, όπως την απέδωσαν και δακτυλογράφησαν τα παιδιά. Επίσης μπορείτε να την κατεβάσετε από τον παρακάτω σύνδεσμο. Μπορείτε ακόμη να κατεβάσετε και να δείτε κάποιες από τις ιστορίες που αναρτήσανε τα σχολεία των χωρών - συνεργατών στα αγγλικά.

Ο Σταχτοπούτης - Παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι
Ο Άγιος Γεώργιος και ο Δράκος (εικονογραφημένο από τους μαθητές) - Ηνωμένο Βασίλειο
Ο Νασρεντίν Χότζας και το καζάνι - Τουρκία
Ο θρύλος του Μάρτη - Ρουμανία


Ο Σταχτοπούτης

   Μια φορά ήταν μια γυναίκα που είχε μόνο ένα παιδί. Αυτό το παιδί δεν έβγαινε καθόλου έξω από το σπίτι, παρά καθότανε συνέχεια μεσα στο τζάκι, δίπλα στη στάχτη. Έτσι η μητέρα του το έβγαλε Σταχτοπούτη.
   Μια μέρα του είπε η μητέρα του:
Πήγαινε παιδί μου λιγάκι έξω. Τι κακό είναι πια αυτό με σένα και δε βγαίνεις καθόλου έξω!
Δώσε μου μια δεκάρα να πάω, είπε ο Σταχτοπούτης.
   Του δίνει η μητέρα του μια δεκάρα, την παίρνει, βγήκε έξω. Άμα βγήκε στο δρόμο βρήκε κάποια παιδιά που θέλανε να σκοτώσουν ένα σκυλάκι. Τους είπε:
Βρε παιδιά, δώστε μου εμένα το σκυλάκι, να σας δώσω μια δεκάρα.
   Δίνει τη δεκάρα, παίρνει το σκυλάκι και το πάει σπίτι του. Μιαν άλλη μέρα λέει πάλι η μάνα του:
Πήγαινε παιδί μου λίγο έξω.
Δώσε μου μια δεκάρα να πάω.
   Του δίνει η μάνα του τη δεκάρα, την παίρνει ο Σταχτοπούτης, πάει έξω. Εκεί που πήγαινε στο δρόμο, βρίσκει πάλι τα παιδιά και θέλανε να σκοτώσουν ένα γατάκι. Είπε:
Δώστε μου εμένα τούτο το γατάκι, να σας δώσω αυτή τη δεκάρα.
         Δίνει τη δεκάρα, παίρνει το γατάκι. Πήγε το γατάκι στο σπίτι του και καθότανε πάλι μέσα στο τζάκι. Μιαν άλλη μέρα του λέει πάλι η μάνα του:
Πήγαινε παιδί μου λιγάκι έξω. Είπε ο Σταχτοπούτης:
Δώσε μου μια δεκάρα να πάω.
   Του δίνει η μάνα του μια δεκάρα και βγαίνει έξω. Εκεί που πήγαινε βρίσκει πάλι τα παιδιά. Αυτή τη φορά θέλαν να σκοτώσουν ένα φιδάκι. Είπε:
- Δώστε μου εμένα τούτο το φιδάκι, να σας δώσω αυτή τη δεκάρα.
   Δίνει τη δεκάρα, παίρνει το φιδάκι, το πάει κι αυτό σπίτι του. Αφού τ’ ανάθρεψε και τα τρία και μεγαλώσανε, λέει μια μέρα το φιδάκι:
- Θέλω να με πας πια στην πατρίδα μου.
   Σηκώνεται ο Σταχτοπούτης, βάζει το φίδι μπροστά και αυτός καταπόδι και πηγαίνουν. Στο δρόμο που πηγαίνουν, γυρίζει το φίδι και του λέει:
Ο πατέρας μου είναι ο βασιλιάς των φιδιών. Τώρα άμα πάμε εκεί, όλα τα φίδια θα χυθούν απάνω σου, μα εσύ να μην τρομάξεις γιατί εγώ θα φωνάξω και θα σ’ αφήσουνε. Κι άμα πάμε στο σπίτι του πατέρα μου, θα γυρέψει αυτός να σου δώσει πολλά πράματα γιατί με γλύτωσες, μα εσύ να μη δεχτείς τίποτα, μόνο να γυρέψεις το δαχττυλίδι που έχει κάτω από τη γλώσσα του.
Πήγαν εκει, σφυρίζει μία το φιδάκι, άρχισαν να έρχονται τα φίδια, γέμισε ο τόπος φίδια. Καταμεσίς είχαν έναν φίδαρο ίσαμε κει πάνω. Τούτος ήταν ο βασιλιάς τους. Τα φίδια, άμα είδαν τον Σταχτοπούτη, χύθηκαν απάνω του να τον φάνε. Φωνάζει το φιδάκι, τον άφησαν. Τότε το φιδάκι πάει κοντά στον πατέρα του και του λέει:
Τούτο το παιδί πατέρα με γλύτωσε από τον θάνατο. Ίσαμε τώρα ήθελα να είμαι πια ξεχασμένο. Γι’ αυτό σήμερα τον έφερα εδώ να του δώσεις ό,τι σου γυρέψει.
         Τον παίρνει ο φίδαρος, πήγαν στο σπίτι του και του λέει:
-  Τι καλό θέλεις από μένα που μου γλύτωσες το παιδί μου;
-  Δε θέλω τίποτα άλλο παρά το δαχτυλίδι που έχεις κάτω από τη γλώσσα σου.
-   Μεγάλο πράμα μου γυρεύεις αλλά για χάρη του παιδιού μου, στο δίνω.
   Πήρε το δαχτυλίδι ο Σταχτοπούτης κι έφυγε. Στο δρόμο που πήγαινε πείνασε και είπε:
-   Το φίδι μου έδινε τόσα και τόσα και δεν τα πήρα, μονάχα πήρα τούτο το δαχτυλίδι και τώρα ψοφώ απ’ την πείνα». Θύμωσε, χτυπά μια κάτω το δαχτυλίδι, πετάχτηκε από μέσα ένας αράπης και είπε:
-  Τι ορίζεις αφεντικό;
Αμ τι να ορίσω; Θέλω να φάω!
   Στρώνει ο αράπης γρήγορα ένα τραπέζι, βάζει φαγιά, κρασιά κι ότι αγαπά η καρδιά σου. Σαν απόφαγε ο Σταχτοπούτης, τα συμμάζεψε ο αράπης, πάει πάλι μέσα στο δαχτυλίδι. Πήρε το παιδί το δαχτυλίδι, ήρθε στο χωριό του και περνούσε μ’ αυτό καλά. Μια μέρα λέει ο Σταχτοπούτης στη μάνα του:
-  Μάνα να πας στο βασιλιά και να του πεις ότι θέλω τη θυγατέρα του γυναίκα.
-  Σε τι αράδα είμαστε εμείς γιε μου και να μας δώσει ο βασιλιάς τη θυγατέρα του;
-  Να πας χωρίς άλλο!
   Κίνησε κι αυτή η καημένη να πάει στο βασιλιά.
Το παιδί μου θέλει να πάρει τη θυγατέρα σου γυναίκα.
Αν μπορέσει ο γιος σου και χορτάσει όλο το στράτευμά μου στην τάδε πλατεία τότε θα τον πάρω στην κόρη μου γαμπρό. Δίνω σαράντα μέρες διορία. Σε σαράντα μέρες αν δεν μπορέσει, θα πάρω το κεφάλι του.
   Πήγε η μάνα του, του το είπε. Περνούσαν οι μέρες κι ο Σταχτοπούτης καθόταν ξεγνοιαστος. Άμα τέλειωσαν οι 39 μέρες, ο βασιλιάς του έστειλε είδηση ότι οι μέρες τελειώνουν και να μην κάνει πως το ξέχασε. Το παιδί του έστειλε ξοπίσω είδηση ότι το ξέρει κι ας μη νοιάζεται. Άμα ήρθαν οι σαράντα μέρες, παίρνει το δαχτυλίδι και πάει στην πλατεία που ήθελε να ταϊσει το στράτευμα. Χτυπά μια το δαχτυλίδι, βγαίνει ο αράπης και του λέει:
Τι ορίζεις αφεντικό;
Θέλω τούτη την πλατεία να την γεμίσεις φαγιά.
   Πιάνει ο αράπης, γεμίζει την πλατεία φαγιά, πήγαν οι στρατιώτες έφαγαν και περίσσεψαν και πολλά φαγιά. Τότε ο βασιλιάς λέει πάλι στη μάνα του Σταχτοπούτη:
Σαν κάνει ο γιος σου έναν δρόμο από την πόρτα σας μέχρι τη δική μου όλο με φλουρί, σε σαράντα μέρες πάλι διορία, θα τον πάρω γαμπρό.
   Άμα τέλειωσαν πάλι οι σαράντα μέρες, χτυπά το παιδί το δαχτυλίδι κάτω και προστάζει τον αράπη να κάνει γρήγορα έναν δρόμο από την πόρτα του ίσαμε το παλλάτι όλο με φλουρί, πριν να σηκωθεί ο βασιλιάς. Πιάνει ο αράπης, ίσαμε να πεις τρία τον έκανε. Σηκώνεται ο βασιλιάς, ανοίγει το παραθύρι, βλέπει έξω, τι να δει! Θαύμασαν τα μάτια του από το δρόμο. Φωνάζει πάλι τη μάνα του παιδιού και του λέει:
Ακόμα ένα πράγμα θα κάνει ο γιος σου και θα τον πάρω πια γαμπρό. Θέλω να κάνει έναν πύργο καλύτερο απ’ τον δικό μου. Του δίνω πάλι διορία σαράντα μέρες. Σαν δε μπορέσει θα του πάρω το κεφάλι.
   Το παιδί πάλι, να μην τα πολυλογούμε, σαν έσωσαν οι 40 μέρες, χτύπησε το δαχτυλίδι κάτω, βγήκε ο αράπης κι έκανε έναν πύργο πιο καλό απ’ του βασιλιά. Ανοίγει το πρωί το παραθύρι ο βασιλιάς, τον βλέπει. Ήταν όλος με μάλαμα καμωμένος. Πήγε τότε η μάνα του Σταχτοπούτη στο βασιλιά και του είπε:
Το παιδί μου έκανε όλα όσα του πρόσταξες.
   Τότε ο βασιλιάς της είπε να ετοιμαστεί για το γάμο. Η γριά έφυγε και πήγε είπε του παιδιού της όσα είπε ο βασιλιάς. Κι αφού ετοιμάστηκαν όλα, ο βασιλιάς πάντρεψε τον Σταχτοπούτη με την κόρη του  στο καινούριο το παλάτι κι έβαλε κι έναν αράπη για να τους φυλάει. Ο Σταχτοπούτης για να μη χάσει το δαχτυλίδι, το είχε πάντα μέσα στο στόμα του. Ο αράπης όμως που τους φύλαγε ήτανε πονηρός και είπε στη βασιλοπούλα να ρωτήσει τον άντρα της πώς είχε αυτή τη δύναμη. Ο Σταχτοπούτης της είπε για το δαχτυλίδι κι αυτή το είπε του αράπη.
Δεν το παίρνεις να το δω κι εγώ λίγο; της είπε.
   Κι αυτή πάει εκεί που κοιμότανε ο άντρας της, βγάζει από το στόμα του το δαχτυλίδι και το δίνει του αράπη. Αυτός άμα το πήρε στα χέρια του, το χτυπά μια κάτω, βγήκε ο αράπης από μέσα και λέει:
Τι ορίζεις αφεντικό;
Να πάρεις αυτόν που κοιμάται απάνω, με το στρώμα του μαζί και να τον αποθέσεις μεσ’ στον δρόμο χωρίς να το καταλάβει, ύστερα να χαλάσεις τούτον τον πύργο και να τον κάνεις καταμεσής στη θάλασσα και να έχει μέσα εμένα μονάχα και τούτη τη γυναίκα.
   Πιάνει ο αράπης του δαχτυλιδιού, χαλά τον πύργο, ρίχνει τον καημένο τον Σταχτοπούτη μεσ’ στην στράτα και κατόπι κάνει τον πύργο μεσ’ στη θάλασσα και βάζει μέσα τον αράπη και τη γυναίκα του Σταχτοπούτη. Το πρωί βλέπει ο Σταχτοπούτης πως κοιμόταν στη μέση του δρόμου και μήτε γυναίκα, μήτε δαχτυλίδι. Σηκώνεται αυτός κλαμένος, πάει στο βασιλιά και κάνει τα παράπονά του. Ύστερα πήγε ο κακότυχος στο σπίτι του. Η γάτα πήγε και τριβόταν απάνω του και μιαούριζε και του έλεγε:
Τι έχεις αφέντη;
-Τι να έχω γάτα μου, τούτο και τούτο έπαθα. Τη νύχτα που κοιμόμουν, μου πήρε το δαχτυλίδι ο αράπης και τη γυναίκα μου κι έφυγε.
Σώπα αφέντη, εγώ θα σου το φέρω. Δωσ’ μου το σκυλί να το καβαλικέψω και να πάω να το φέρω.
   Της δίνει το σκυλί, το καβαλικεύει κι η γάτα περνάει τη θάλασσα. Πάει βρίσκει τον πύργο κι ανεβαίνει πάνω στο ταβάνι. Εκείνο το βράδυ είχανε γάμο οι ποντικοί. Χύνεται η γάτα, αρπάζει τη  νύφη. Σκούζουν, φωνάζουν οι ποντικοί.
Άσε μας τη νύφη και πάρε όποιον θέλεις από μας.
Δε σας την αφήνω. Αν θα πάτε να μου φέρετε το δαχτυλίδι που έχει ο αράπης μεσ’ στο στόμα του, τότε θα σας την αφήσω.
Μην την πειράζεις τη νύφη, εγώ θα πάω να στο φέρω, λέει ένας ποντικός.
   Πάει ο ποντικός, βουτά μεσα στο μέλι την ουρά του, ύστερα την τυλίγει μέσα στο πιπέρι κι έπειτα πάει και τη χώνει μέσα στου αράπη τη μύτη εκεί που κοιμόταν. Φταρνίστηκε ο αράπης, πετάχτηκε το δαχτυλίδι, το παίρνει ο ποντικός και το πάει στη γάτα. Τότε απόλυσε τη νύφη και κάνανε το γάμο οι ποντικοί. Πήρε η γάτα το δαχτυλίδι, κατεβαίνει απ’ το ταβάνι, καβαλικεύει το σκύλο, πέφτει αυτός στη θάλασσα και πήγαιναν στ’ αφεντικό τους. Όταν κόντευαν πια να βγουν από τη θάλασσα, λέει ο σκύλος της γάτας:
Δώσε μου και μένα το δαχτυλίδι να το δω.
   Η γάτα δεν το έδινε κι ο σκύλος τη φοβέριζε πως θα τη ρίξει στη θάλασσα. Φοβήθηκε κι η γάτα, κάνει να του το δώσει, τους γλίστρησε, πέφτει το δαχτυλίδι στη θάλασσα!
Τι μου ‘καμες! Πώς θα πάω στον αφέντη μας χωρίς δαχτυλίδι!
   Σαν βγήκαν έξω, τους ρώτησε ο Σταχτοπούτης τι έκαναν. Τότε η γάτα του είπε τι είχε συμβεί. Ο σκύλος μήτε μιλιά. Ο Σταχτοπούτης πάλι αναστέναξε. Εκεί που καθότανε, είδε η γάτα που τραβούσαν παραπέρα γρίπο. Οι γάτες αγαπούν τα ψάρια. Πήγε κοντά στους ψαράδες και φώναζε «Νιάου, νιάου». Οι ψαράδες τη λυπήθηκαν και της έριξαν κάμποσα ψάρια. Εκεί που τα έτρωγε, βρήκε μέσα στην κοιλιά ενός ψαριού το δαχτυλίδι! Το παίρνει με μια χαρά, το πάει στον Σταχτοπούτη... Το παίρνει τότε αυτός, πάει στο βασιλιά και του λέει:
- Θέλεις να σου φέρω τον αράπη και την κόρη σου;
- Αμ’ σαν μπορείς, κάθεσαι ακόμα και δεν το κάνεις;
   Τότε χτυπά ο Σταχτοπούτης το δαχτυλίδι κάτω, βγαίνει ο αράπης και του λέει;
Τι ορίζεις αφεντικό;
Να πάρεις τον πύργο που είναι μέσα στη θάλασσα και να τον φέρεις έτσι όπως είναι και να τον βάλεις εκεί που ήταν πρώτα.
   Πάει ο αράπης του δαχτυλιδιού,παίρνει τον πύργο και τον στήνει έξω από το παλάτι του βασιλιά, εκεί που ήταν και πρωτύτερα. Ανεβαίνει ο βασιλιάς μ’ ένα σπαθί απάνω και σφάζει τον αράπη και δίνει πάλι την κόρη του στο Σταχτοπούτη κι είχε και το γατάκι και το σκυλάκι μέσα στον πύργο και περνούσε ζωή χαριτωμένη.


Το αγόρι και η μαγική σφραγίδα - Τουρκία




Δίας και Ήρα: Κρυφά ραντεβού στην Όχη - 3ο 2/θεσιο Νηπιαγωγείο Καρύστου 


e-book: "The secret meeting of Zeus and Hera" by Georgia Vyrla.  This story is written in Greek.
http://www.storyjumper.com/book/index/14791452/Δίας-Ήρα-Κρυφά-ραντεβού-στην-Όχη
3rd Kindergarten of Karystos, South Evia, Greece


Ο Νασρενίτν Χότζας και το καζάνι - Τουρκία

Mehmet Emin Yurdakul Ilkokulu

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου